- ειρηνοφόρος
- α и η , ο[ν] 1. миротворческий;2. (ο ) мнротворец
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ειρηνοφόρος, -α — και όφορη, ο που φέρνει την ειρήνη: Ανοίξατε αγκαλιές ειρηνοφόρες (Δ. Σολωμός). – Πνέε, ειρηνόφορη χαρά (Κ. Παλαμάς) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ειρηνοφόρος — α, ο (Μ εἰρηνοφόρος, ον) αυτός που φέρνει την ειρήνη, τη συμφιλίωση («ανοίξετε αγκαλιές ειρηνοφόρες», Δ. Σολωμός) … Dictionary of Greek